- πτερύγισμα
- τό1) взмахивание крыльями; 2) порхание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτερύγισμα — το, ΝΜΑ [πτερυγίζω] η κίνηση των φτερών κατά την πτήση, το φτερούγισμα … Dictionary of Greek
πτερυγίσματα — πτερύγισμα flapping of the wings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)